- ἄποιν'
- ἄποινα , ἄποιναransomneut nom/voc/acc plἄποινα , ἄποινοςneut nom/voc/acc plἄποινε , ἄποινοςmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HYMNUS — I. HYMNUS Graece ὕμνος, Latinis quoque celebratio, carmen proprie in Numinis laudes compositum est. Cuius maiestatem cum in plures spargerent Gentilium Theologi, Orpheus, Linus, Musaeus, pro iis officiis, quae unum in uno sunt a nobis cognita;… … Hofmann J. Lexicon universale
άποινα — ἄποινα, τα (Α) 1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα 2. χρηματική αποζημίωση 3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος 4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… … Dictionary of Greek